.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Το εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο εισηγείται πως, προκειμένου για την ανάλυση του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος,  πρόσφορο και γνωστικά αποδοτικό είναι να αξιοποιηθεί το υπόδειγμα του Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού. Το έργο του Guillermo O’Donnell για την ανάδυση των δικτατορικών καθεστώτων στη Λατινική Αμερική έχει εύλογα θεωρηθεί ως μια εξαιρετικά οξυδερκής ανασύνθεση των θεωρητικών και αναλυτικών εργαλείων που ως τότε χρησιμοποιούνταν για την αποτίμηση του αυταρχικού φαινομένου. Ξεκινώντας απο την παρατήρηση ότι η δημοκρατία έτεινε να καταλυθεί στις σχετικά πιο αναπτυγμένες χώρες του Νότιου Κώνου, ο O’Donnell διατύπωσε μια αποστομοτική κριτική στη θεωρία του εκσυγχρονισμού (σύμφωνα με την οποία η οικονομική ανάπτυξη θα οδηγούσε, περίπου αναπόφευκτα, στην πολιτική δημοκρατία), και υποστήριξε ότι τα Γραφειοκρατικά Αυταρχικά καθεστώτα συνιστούσαν μια ποιοτικά νέα μορφή αυταρχισμού.
Ο Ο’Donnell εστίασε τη ανάλυσή του τόσο στις ιδιαιτερότητες της νέας αυτής μορφής, όσο και στις κοινωνικο-οικονομικές δομές που την προκαλούσαν. Παρότι η συζήτηση για τον ακριβή χαρακτήρα της κρίσης που προηγείται της επιβολής των καθεστώτων αυτών είναι ιδιαίτερα πλούσια (και ως τις μέρες μας ακόμα εκκρεμής), οι μελετητές φαίνεται να συμφωνούν σε δυο στοιχεία. Πρώτον, ότι τα ΓΑ καθεστώτα βασίζονται σε μια συμμαχία του στρατού με τη διεθνοποιημένη αστική τάξη και τεχνοκρατικά στοιχεία της κοινωνίας, που προβαίνει σε κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της εξάντλησης της «εύκολης», οριζόντιας φάσης του αναπτυξιακού μοντέλου της υποκατάστασης των εισαγωγών. Δύο παράγοντες συνέχουν τη συμμαχία αυτή: μια οξύτατη οικονομική κρίση που παίρνει τη μορφή του υπερπληθωρισμού και της δραματικής πτώσης στους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ (κάποτε και ως αρνητική αύξηση), και το έντονα συγκρουσιακό διεκδικητικό κίνημα των λαϊκών μαζών που θέτει, εν δυνάμει, ακόμα και ζήτημα κατάλυσης του κοινωνικού καθεστώτος.
Δεύτερον, οι μελετητές συμφωνούν ότι τα ΓΑ καθεστώτα, σε αντίθεση με τις μεσοπολεμικές δικτατορίες, χαρακτηρίζονται απο την πολιτική επικυριαρχία του στρατού ως θεσμού (και όχι κάποιων μεμονομένων, χαρισματικών ή μη, ηγετών), και μια πραγματιστική και τεχνοκρατική προσέγγιση στην άσκηση πολιτικής. Συναφώς, οι επιδιώξεις των καθεστώτων αυτών είναι απο την αρχή σαφείς, και εντοπίζονται στην αποκατάσταση της «κοινωνικής ειρήνης» και ενός ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος, με κύριο στόχο την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Για να επιτύχουν σ’ αυτές τις στοχεύσεις, τα ΓΑ καθεστώτα αποκλείουν τις οργανώσεις με επιρροή στα λαϊκά στρώματα από το πολιτικό σύστημα και προβαίνουν σε βίαιη καταστολή των λαϊκών διεκδικήσεων.
Πόσο καλά όμως μπορεί να ενταχθεί το καθεστώς της 21ης Απριλίου στο θεωρητικό αυτό υπόδειγμα; Αν και συχνά υπόρρητα, η ελληνική περίπτωση θεωρούνταν μέχρι πριν λίγα χρόνια ως μια ακόμη εκδοχή ΓΑ καθεστώτος στη διεθνή βιβλιογραφία. Το έναυσμα δόθηκε από τον ίδιο τον O’Donnell, o οποίος χρησιμοποίησε στις αναλύσεις του και την εμπειρία του ελληνικού καθεστώτος, και συνεχίστηκε μέσα από το έργο ακόμα και μελετητών που άσκησαν κριτική στο υπόδειγμα του Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η περίπτωση του Νίκου Μουζέλη που, αν και υποστήριξε ότι το σχήμα του O’Donnell πάσχει από οικονομισμό, δε θεώρησε αναγκαίο τον εννοιολογικό διαχωρισμό της ελληνικής περίπτωσης από αυτή χωρών όπως η Αργετινή και η Χιλή. Όμως, τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση αυτή φαίνεται να αλλάζει. Υποστηρίχθηκε, χαρακτηριστικά (από την Nancy Bermeo), ότι η τάση να θεωρείται η Ελλάδα ως μια ακόμη περίπτωση ΓΑ καθεστώτος φέρει ευθύνες τόσο για τη συστηματική παραποίηση των γενεσιουργών αιτίων και της φύσης του Απριλιανού καθεστώτος, όσο και για τις απαισιόδοξες προβλέψεις που είχαν κατά καιρούς διατυπωθεί αναφορικά με το μέλλον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα. Η κριτική που ασκείται εναντίον της τάσης να θεωρείται η ελληνική δικτατορία περίπτωση ΓΑ καθεστώτος βασίζεται σε ένα σύστημα αναλυτικών αξόνων, η εξέταση των οποίων πιστεύουμε βοηθά τόσο στην ανάδειξη των βασικών προβληματισμών που διαπερνούν τον παρόντα τόμο, όσο και στην επισήμανση των αναλυτικών εκείνων περιοχών που απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση. Ο πρώτος άξονας αφορά τις πηγές του καθεστώτος, και περιλαμβάνει τα παρακάτω τρία ζητήματα: (α) την κατάσταση της οικονομίας τις παραμονές του πραξικοπήματος, (β) την ένταση και τον χαρακτήρα των συγκρούσεων που διαπερνούσαν την προδικτατορική κοινωνία, και (γ) τις κοινωνικές βάσεις του καθεστώτος.

(α) Οικονομική άνθιση: Δε χρειάζεται να διαθέτει κανείς μια ολοκληρωμένη εικόνα της προδικατορικής οικονομίας για να συμπεράνει πως η Ελλάδα των παραμονών της 21ης Απριλίου δεν αντιμετώπιζε συμπτώματα οικονομικής κρίσης ανάλογα με αυτά των κλασικών ΓΑ καθεστώτων. Σε αντίθεση με την κατάσταση στις Αργεντινή, Χιλή, Βραζιλία και Ουρουγουάη, στην Ελλάδα της προδικτατορικής περιόδου υπήρχε σχετικά χαμηλός πληθωρισμός και εντυπωσιακή αύξηση του εθνικού εισοδήματος, ενώ τα αποθέματα χρυσού και εξωτερικού συναλλάγματος ήταν τόσο μεγάλα ώστε «η περαιτέρω πρόοδος της οικονομίας» να θεωρείται «σχεδόν βέβαιη». Εξίσου, αν όχι πιο σημαντικό, στοιχείο ήταν οι γοργοί ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά την περίοδο 1964-1967, ο αριθμός των νέων παραγωγικών μονάδων αυξήθηκε κατά 72%. Σημαντική, τέλος, ήταν η προθυμία του ξένου κεφαλαίου να επενδύσει στην Ελλάδα. Μεταξύ 1960 και 1964, οι ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν πέντε φορές, μια αυξητική τάση που συνεχίστηκε και κατά τη διετία 1965-66. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, οι συνθήκες που προηγήθηκαν της δικτατορικής επιβολής στην Ελλάδα διέφεραν με αυτές των Λατινοαμερικανικών χωρών περίπου όσο διέφεραν και με αυτές στη μεσοπολεμική Νότια Ευρώπη.

(β) Συγκρούσεις αδιευκρίνιστης δυναμικής: Αν και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών συγκρούσεων της προδικτατορικής περιόδου έχουν απο καιρό απασχολήσει τους μελετητές, η ακριβής αποτίμηση της δυναμικής τους παραμένει ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, ζητούμενο. Οι περισσότεροι αναλυτές, ωστόσο, φαίνεται να συμφωνούν ότι η επιβολή της δικτατορίας ήταν στενά συνυφασμένη με την ανάγκη καταστολής του μαζικού δημοκρατικού κινήματος το οποίο ξεπήδησε με αφορμή τη βασιλική εκτροπή του Ιουλίου του 1965. Όμως, και εδώ, οι διαφορές με την εμπειρία του κλασικού Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού είναι αξιοσημείωτες, αφού οι περισσότεροι μελετητές της περιόδου τονίζουν πως, σε αντίθεση με τη Λατινική Αμερική, το ελληνικό μαζικό κίνημα δεν έθετε σε κίνδυνο το κοινωνικό καθεστώς, αλλά μόνο το σύστημα πολιτικής κυριαρχίας που επικρατούσε. Παρότι η επισήμανση αυτή είναι πραγματολογικά σωστή, δεν πρέπει ωστόσο να οδηγήσει στην εντύπωση πως οι δυο «μορφές κινδύνου» χωρίζονταν μεταξύ τους με σινικά τείχη. Αν και εννοιολογικά διακριτές μεταξύ τους, οι δύο μορφές κυριαρχίας, η πολιτική και η κοινωνικοοικονομική, βρίσκονταν σε στενή και συστηματική αλληλεπίδραση –οι περισσότεροι μελετητές, άλλωστε, αναφέρονται σε πλέγμα εξουσίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι το μαζικό κίνημα της προδικτατορικής περιόδου δεν έθετε θέμα κατάλυσης του κοινωνικού καθεστώτος, δε σημαίνει ότι δεν ήταν μαχητικό, σε βαθμό τέτοιο που να θορυβεί τον κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό συνασπισμό. Συναφώς, αν το ξέσπασμα των Ιουλιανών πήρε τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός κινήματος για την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας, είναι εξίσου σαφές ότι οι φορείς του ήταν, κατά κύριο λόγο, τα λαϊκά στρώματα που είχαν υποστεί τις συνέπειες του άνισου τρόπου ανάπτυξης της μετεμφυλιακής περιόδου. Μια πιθανή αναζωπύρωση του συνδικαλιστικού-διεκδικητικού κινήματος την επαύριο μιας νέας νίκης της ΕΚ στις εκλογές του Μαΐου του 1967, θα μπορούσε ενδεχομένως να θέσει σε κίνδυνο και τις κυρίαρχες ισορροπίες στον τομέα των εργασιακών σχέσεων με άγνωστες και απρόβλεπτες συνέπειες. Οι προβληματισμοί αυτοί θέτουν ευθέως και το ζήτημα της κοινωνικής βάσης του δικτατορικού καθεστώτος.

(γ) Αμφιλεγόμενες κοινωνικές βάσεις: Σχεδόν το σύνολο των μελετητών του καθεστώτος της 21ης Απριλίου τονίζουν πως ένα απο τα κύρια στοιχεία του ήταν η κοινωνική και πολιτική του απομόνωση, και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη Λατινοαμερικανική (αλλά και την νοτιοευρωπαϊκή) εμπειρία, στην Ελλάδα δεν υπήρξε συμμαχία του στρατού, με τις άλλες προδικτατορικές πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές ελίτ. Αποτέλεσμα της απομόνωσης των συνταγματαρχών ήταν και η αποτυχία του καθεστώτος τους να βρει ουσιαστικά ερείσματα στο συντηρητικό πολιτικό χώρο, να θεσμοποιηθεί συνταγματικά, και να νομιμοποιηθεί.
Συμπερασματικά, έχει σημασία να τονισθεί ότι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον αναλυτικό άξονα «πηγές του καθεστώτος», η ελληνική δικτατορία έχει σημαντικές διαφορές με τις κλασικές περιπτώσεις Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού της Λατινικής Αμερικής. Ανάλογης σημασίας διαφορές απορρέουν και από την εξέταση του δεύτερου αναλυτικού άξονα, που άπτεται του καθαυτό χαρακτήρα του καθεστώτος. Και εδώ τα ζητήματα προς διερεύνηση είναι τρία. Αφορούν (α) το βαθμό και τη μορφή θέσμισης του καθεστώτος, (β) τις βασικές πολιτικές του επιλογές, και (γ) την εξελισσόμενη σχέση του με την κοινωνία των πολιτών.

(α) Στρατοκρατική (μη-) θέσμιση. Είναι ευρύτατα γνωστό πως η κοινωνική απομόνωση του απριλιανού καθεστώτος εν τέλει απέτρεψε τη θεσμοποίησή του. Πουθενά δεν αποτυπώθηκε καλύτερα αυτό από τη συνεχή τάση των συνταγματαρχών να παραβαίνουν την ίδια τη δικιά τους «κολοβή» νομιμότητα όπως αυτή θεσπίστηκε στα δυο συνταγματικά κείμενα που επεξεργάστηκαν, ενώ συναφής ήταν και η μεγάλη καχυποψία του καθεστώτος απέναντι ακόμη και σε εξόχως συντηρητικούς θεσμούς της κοινωνίας, όπως, ενδεικτικά, οι πρυτανικές αρχές των Πανεπιστημίων.
Η περιορισμένη θεσμοποίηση του καθεστώτος δε θα έπρεπε όμως να οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι, σε αντίθεση με τα λατινοαμερικανικά ΓΑ καθεστώτα, η ελληνική δικτατορία ήταν, σε τελική ανάλυση, παραδοσιακό-προσωπαγές καθεστώς υπό την απόλυτη εξουσία του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Ο λόγος του καθεστώτος, και ειδικά του Παπαδόπουλου, ήταν βέβαια ηθικολογικός και παραδοσιακά «οργανιστικός», όμως αυτός άλλων επώνυμων στυλοβατών του καθεστώτος, όπως, πιό χαρακτηριστικά, του Γ. Γεωργαλά, είχε (τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων) συνάφεια με τον τεχνοκρατικό λόγο, που απαντάται και σε καθεστώτα Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού. Όμως ακόμα κι αν διατηρήσουμε επιφυλάξεις σχετικά με το αν και κατά πόσον το καθεστώς ήταν παραδοσιακό-προσωποπαγές, πρέπει να τονίσουμε ότι, σε αντίθεση με την κατάσταση στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, η χούντα των συνταγματαρχών δεν ήταν χούντα του «στρατού ως θεσμού». Το αντίθετο, μάλιστα, η δικτατορία δίχασε βαθειά το σώμα των ελλήνων αξιωματικών, διασπώντας ανεπανόρθωτα την εσωτερική συνοχή του προδικτατορικού συνασπισμού. Πως όμως αποτυπώθηκε η πραγματικότητα της λειψής θεσμοθέτησης στο καθοριστικό πεδίο της άσκησης πολιτικής;

(β) Ατελέσφορος Αυταρχικός Πατερναλισμός: Ίσως το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα των κλασικών ΓΑ καθεστώτων ήταν η έντονα αντιλαϊκή αναδιανεμητική τους πολιτική. Και στον τομέα αυτό οι διαφορές με την ελληνική περίπτωση είναι εκ πρώτης όψεως σημαντικές. Επισημαίνεται, συγκεκριμένα, ότι οι μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ όχι μόνο δεν μειώθηκαν όπως συνέβη στη Λατινική Αμερική, αλλά αυξήθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χρονιά με το χαμηλότερο ποσοστό μισθών της επταετίας (30% το 1973) δεν υπολειπόταν του υψηλότερου της προδικτατορικής περιόδου, ενώ καθ’ όλη την περίοδο 1967-74 οι πραγματικοί μισθοί στον τομέα της μεταποίησης σημείωναν σταθερή αύξηση. Ελαφρώς πιο περίπλοκη, αν και όχι ποιοτικά διαφορετική, είναι η εικόνα που αναδεικνύεται και από την εξέταση της εξέλιξης των κοινωνικών δαπανών. Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονταν οριακά κάθε χρόνο μέχρι το 1969, στη συνέχεια μειώθηκαν ελαφρά το 1970, και στη συνέχεια παρουσίασαν πτώση μέχρι το τέλος της επταετίας, οπότε και επανήλθαν στα επίπεδα του 1967. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ήταν σαφώς υψηλότερες από αντίστοιχες δαπάνες σε χώρες κλασικών ΓΑ καθεστώτων, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή. Το ατελέσφορο του στρατοκρατικού πατερναλισμού αποτυπώθηκε, μαζί με άλλους παράγοντες, και στην εξέλιξη των σχέσεων του καθεστώτος με την κοινωνία των πολιτών.
(γ) Καταστολή, κοινωνία των πολιτών, και αντίσταση: Η δικτατορία επιβλήθηκε σε μια περίοδο πολύπλευρης άνθισης της πολιτιστικής δημιουργίας. Τροφοδοτούμενη από τις κινητοποιήσεις του μαζικού κινήματος για τον εκδημοκρατισμό, την ειρήνη, και την αύξηση των δαπανών για την παιδεία (αλλά και άμεσα τροφοδοτώντας τις), η πολιτιστική αυτή κινητικότητα είχε οδηγήσει σε εκτενή αναδιάταξη αξιακών προτύπων, και είχε φέρει στο προσκήνιο νέες συλλογικές ταυτότητες. Η κατασταλτική βία των συνταγματαρχών προσπάθησε να ανακόψει αυτές τις διεργασίες, όμως το μόνο που φαίνεται να κατάφερε ήταν να περιορίσει την πληθυσμιακή τους εμβέλεια.
            Η σημασία της πραγματικότητας αυτής συχνά παραγνωρίζεται, κυρίως λόγω της λειψής αποτύπωσης της έκτασης της στρατοκρατικής κατασταλτικότητας. Σε σχέση με τη απίστευτη βία των ΓΑ καθεστώτων (ειδικά στη Χιλή), είναι φυσικό οι συνταγματάρχες να φαντάζουν περισσότερο ανεκτικοί. Δε σημαίνει όμως αυτό ότι η κατασταλτικότητα του καθεστώτος τους ήταν αμελητέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις πρώτες μέρες μετά την 21η Απριλίου εκτοπίστηκαν 8.270 άτομα, που αργότερα έφτασαν σε 13.177, αριθμός εξαιρετικά μεγάλος για τα ελληνικά δεδομένα.

            Ενώ όμως η επισήμανση των πολύπλευρων αρνήσεων στις οποίες οδήγησαν οι χειρισμοί των συνταγματαρχών είναι αναγκαία, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι την επαύριο της πτώσης τους η ελληνική κοινωνία των πολιτών βρισκόταν ενδυναμωμένη. Η δικτατορία επέτεινε τα παραδοσιακά πελατειακά στοιχεία της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, ενώ ο αντικομμουνισμός και η Αμερικανική κηδεμονία επέτεινε τα εθνικίζοντα ιδεολογικά στοιχεία της Αριστεράς, η οποία κατά τη μεταπολίτευση άρθρωσε τον ηγεμονικό της λόγο στη βάση προταγμάτων που λίγη σχέση είχαν με πραγματικά ριζοσπαστικές κοινωνικο-πολιτικές στοχεύσεις. Πρόκειται για εξέλιξη που δείχνει πως το αξίωμα «δύο αρνήσεις ισοδυναμούν με κατάφαση» ισχύει συχνά και στις κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι αρνητικές επιπτώσεις αυτών των καταφάσεων μας συνοδεύουν ως σήμερα.